Ο κυριότερος σκοπός της ίδρυσης των offshore εταιριών είναι να αποκρυβούν οικονομικές δραστηριότητες των μετόχων τους, οι οποίες πολύ συχνά προέρχονται και από παράνομες δραστηριότητες. Η συνήθης πρακτική απαιτεί, για λόγους πρόνοιας, στην κάθε υπεράκτια (offshore) εταιρία, να εντάσσεται ένα μόνο περιουσιακό στοιχείο κάθε φορά, ήτοι ένα πλοίο, ένας αριθμός λογαριασμού, συνήθως για ξέπλυμα χρήματος ή ένα ακίνητο.

Αυτή η πρακτική της αυτοτέλειας ακολουθείται και για να είναι εύκολη η μεταβίβαση των μετοχών της offshore σε ένα πρόσωπο ή, το συνηθέστερο, σε μία άλλη offshore άμεσα με απλή μεταβίβαση της κατοχής και της νομής των ανώνυμων μετοχών της με ένα πρακτικό του ΔΣ. Και επίσης για να αποκλειστεί ο κίνδυνος της απώλειας όλων των περιουσιακών της στοιχείων, συμπαρασύροντας το ένα το άλλο, εάν ένα από αυτά «πέσει έξω».

Στην ουσία, η μοναδική πράξη που μπορεί να κάνει μια υπεράκτια εταιρία, με βάση την ελληνική νομοθεσία, είναι να εντάξει ένα περιουσιακό στοιχείο επιπλέον στην περιουσία της εταιρίας. Η αποκτώμενη περιουσία μπορεί να ανήκει σε μία άλλη υπεράκτια οπότε στην πράξη όταν αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέλη είναι υπεράκτιες εταιρίες το κράτος δεν συμμετέχει και κατά συνέπεια δεν καταβάλλεται κανένας απολύτως φόρος κατά τη μεταβίβαση.

Έχει γραφεί στον Τύπο και τα τελευταία τρία χρόνια έχει επιβεβαιωθεί και στην πράξη, ότι στην Ελλάδα λειτουργούν μόνο για ιδιοκτησία ακινήτων τουλάχιστον τρεις χιλιάδες υπεράκτιες εταιρίες. Γίνεται δε, σαφώς μνεία μόνο στις υπεράκτιες που διαθέτουν ακίνητα, καθώς είναι γνωστό ότι ο Πειραιάς, επί παραδείγματι, είναι«κέντρο» για τη δραστηριότητα offshore, εφόσον η ναυτιλιακή κοινότηταπαγκοσμίως λειτουργεί με υπεράκτιες εταιρίες και μάλιστα κάθε πλοίο καλύπτεταιαπό μία το λιγότερο offshore εταιρία.

Τα ακίνητα των εταιριών αυτών φαίνονται στη συνέχεια να μισθώνονται απότρίτους, που, όπως αποδεικνύει και πάλι η πρακτική, σε μεγάλο ποσοστό είναι οι ίδιοιοι πραγματικοί ιδιοκτήτες της offshore εταιρίας, δηλαδή οι κάτοχοι των μετοχών τηςεταιρίας και τα μέλη του ΔΣ της.

Ένας ενδιαφερόμενος αγοραστής υπεράκτιας εταιρίας, δύναται ναπληροφορηθεί όλες τις κινήσεις της (αγορές, μεταβιβάσεις κτλ) και να διακριβώσειτις οφειλές της εταιρίας – αν υπάρχουν – και όλα τα περιουσιακά της στοιχεία, από τοβιβλίο πρακτικών της, όπου μόνον εκεί και υποχρεωτικά περιλαμβάνονταιαριθμημένα και κατά ημερολογιακή σειρά όλα τα πρακτικά και εμφανίζονται όλες οιπράξεις που έχει κάνει από ιδρύσεως η offshore.

Κατόπιν των ανωτέρω,

Ερωτάται ο Υπουργός,

Πόσο δύσκολο είναι να διακριβωθεί το «πόθεν έσχες» των υπεράκτιωνεταιριών, όταν στην πράξη είναι ιδιαίτερα εύκολο για κάποιον που ενδιαφέρεται νααγοράσει μία offshore να πληροφορηθεί όλες τις κινήσεις, τις αγορές και τιςμεταβιβάσεις που έχει κάνει η εταιρία;

Για ποιο λόγο δεν μπορούμε να πληροφορηθούμε τα ακίνητα που ανήκουν σεμια offshore, και το τίμημα για τη μεταβίβαση τους, όταν αυτά εγγράφονταιαναγκαστικά στα πρακτικά της και κατά συνέπεια μπορούμε ανά πάσα στιγμή ναγνωρίζουμε ακριβώς ποια η περιουσία μιας υπεράκτιας, όπως ακριβώς και ο αγοραστής της όταν την αγοράζει;

Ποιοι είναι οι «δικηγορικοί οίκοι» που αναλαμβάνουν την εκπροσώπηση των offshore εταιριών στις μεταβιβάσεις ακινήτων από υπεράκτια σε υπεράκτια χωρίς καταβολή φόρων; Ποιες είναι οι ποινικές, αστικές και πειθαρχικές ευθύνες των δικηγορικών αυτών εταιριών;

Πόσα και ποια ακίνητα σήμερα στην Ελλάδα εμφανίζονται να ανήκουν σε υπεράκτιες εταιρίες;

Ποιοί φαίνονται να έχουν μισθώσει τα ακίνητα αυτά και τι σχέση έχουν με τους κατόχους των εταιριών αυτών (είτε είναι φυσικά πρόσωπα, είτε άλλες offshore, είτε καλύπτονται από τις ως άνω δικηγορικές εταιρίες);