Δημιουργεί ένα νέο θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο στον τομέα της έρευνας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας.

 

Θα ήταν κοινοτυπία να αναφερθώ, για μία ακόμα φορά, στη βραδυπορία που επέδειξε η χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια στους συγκεκριμένους τομείς.

 

Πιστεύω, όμως, ότι οι αναφορές στο χθες δεν συνεισφέρουν.

 

Η χώρα πρέπει να κοιτάζει μπροστά, πρέπει να κοιτάζει το αύριο.

 

Η υπέρβαση της κρίσης, απαιτεί ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.

 

Απαιτεί βαθιές και ουσιαστικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις. 

 

Πρέπει να δοθεί έμφαση σε τομείς που μπορούν να αποτελέσουν συγκριτικό πλεονέκτημα.

 

Ποιοι είναι αυτοί;

 

·Είναι το ανθρώπινο δυναμικό, η γνώση, η δημιουργικότητα.

 

Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι η ανάπτυξη και η ενίσχυση της έρευνας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας, δεν αποτελεί μόνο συνταγματική επιταγή, όπως προβλέπεται στα άρθρα 5α και 16 του Συντάγματος ούτε εφαρμογή των προβλέψεων του άρθρου 179, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Το κυριότερο και το πιο ουσιαστικό είναι ότι υπηρετεί τις ανάγκες και τις προοπτικές της χώρας.

 

Ο Εθνικός Χώρος Έρευνας αποτέλεσε το βασικό δομικό συστατικό του νομοσχεδίου.

 

Αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να υλοποιηθεί ένας στρατηγικός σχεδιασμός που θα συμβάλλει στην πρόοδο και στην ανάπτυξη της χώρας.

 

Στη συζήτηση επί της αρχής, αναφερθήκαμε στους γενικούς και ειδικούς στόχους που υπηρετούνται.

 

Σήμερα μας δίνεται η δυνατότητα να τους δούμε αποτυπωμένους στα άρθρα του νομοσχεδίου.

 

·Στο άρθρο 3 οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής αυτού του νόμου, προσδιορίζονται με σαφήνεια οι φορείς που δραστηριοποιούνται στους τομείς της έρευνας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας.

 

Μίλησα, προηγουμένως, για την αναγκαιότητα μιας Εθνικής Στρατηγικής στους συγκεκριμένους τομείς, για να τερμαστιστεί η πολυδιάσπαση των ερευνητικών δραστηριοτήτων, για να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα ενός ενιαίου χώρου έρευνας.

 

·Στο άρθρο 4 προσδιορίζονται με σαφήνεια, οι σκοποί αυτής της Εθνικής Στρατηγικής. Για πρώτη φορά υπάρχει ένα δομημένο και συγκροτημένο σχέδιο με ξεκάθαρη στόχευση και συγκεκριμένες κατευθύνσεις.

 

·Στην παράγραφο 2 αναφέρεται ότι η Εθνική Στρατηγική θα καταρτιστεί μέσα σε 6 μήνες από την ψήφιση του νόμου και θα αναρτάται στο διαδίκτυο.

 

 

Το παραπάνω, αποτελεί εργαλείο για την υλοποίηση των στόχων αυτής της στρατηγικής είναι το Σχέδιο Δράσης, το οποίο θα εγκρίνεται από τη Βουλή και θα επικαιροποιείται κάθε 7 χρόνια.

 

Η σχετική διάταξη είναι στο άρθρο 5 και αφορά σε όλες τις μέριμνες και τους άξονες του Σχεδίου Δράσης. 

 

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επίσης, ότι καθορίζονται στο επόμενο άρθρο, με απόλυτη μάλιστα σαφήνεια, οι φορείς και τα όργανα που θα έχουν την αποκλειστική ευθύνη της εφαρμογής της πολιτικής για την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη και την καινοτομία.

 

Γιατί είναι σημαντικό αυτό;

 

Γιατί μέχρι σήμερα υπήρχαν επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες και διάχυση ευθυνών, σε σημείο που η ευθύνη αυτή να είναι δυσδιάκριτη ή να χάνεται.

 

Ποια είναι λοιπόν τα όργανα για την εφαρμογή της πολιτικής για την έρευνα και την καινοτομία;

 

Είναι:

–   η Κεντρική Διοίκηση με τον αρμόδιο Υπουργό,

–   η Γενική Γραμματεία Έρευνας, Τεχνολογικής        

     Ανάπτυξης και Καινοτομίας, 

–  η Συντονιστική Επιτροπή, 

–  οι Περιφέρειες, 

– το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και 

– οι δημόσιοι ερευνητικοί οργανισμοί και τεχνολογικοί φορείς.

 

Όλοι με οριοθετημένες αρμοδιότητες και ευθύνες, που δεν επικαλύπτονται, οι οποίες καταγράφονται στα άρθρα 7 έως 19.

 

Έχει σημασία ότι κάθε όργανο, κάθε φορέας έχει αυτονομία δράσης , η οποία βεβαίως θα αξιολογείται.

 

Παρατηρούμε ότι ορθώς η ΓΓΕΚ αποκτά διευρυμένες αρμοδιότητες για τη διαμόρφωση και την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής για την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη και την καινοτομία αλλά, παράλληλα, θα αξιολογείται το έργο της ανά τριετία από τον αρμόδιο Υπουργό.

 

·Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το άρθρο 9 που προβλέπει τη συγκρότηση συντονιστικού οργάνου σε κάθε Υπουργείο, φορέα ή υπηρεσία , που θα είναι επιφορτισμένο με τα ζητήματα της έρευνας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας. 

 

Με τον τρόπο αυτό θα προωθούνται, ταχύτατα, ζητήματα και υποθέσεις που έβρισκαν ως εμπόδια την γραφειοκρατία και την αναρμοδιότητα.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, συντονιστικός σύνδεσμος θα τοποθετηθεί και στις διευθύνσεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, γιατί στόχος πρέπει να είναι η ανάπτυξη και η διευκόλυνση της ερευνητικής δραστηριότητας από το σχολείο.

 

Είναι σαφές, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το τόνισα, μάλιστα, και στην ομιλία μου την προηγούμενη εβδομάδα ότι είναι μείζονος σημασίας η ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας στην περιφέρεια.

 

·Το άρθρο 10 θεσμοθετεί την ίδρυση και λειτουργία Περιφερειακού Επιστημονικού Συμβουλίου για αυτό το σκοπό.

 

Θα λειτουργεί ως συμβουλευτικός βραχίονας στην υποστήριξη των Περιφερειών αλλά και της ΓΓΕΚ σε ό, τι έχει σχέση με την εφαρμογή πολιτικών που σχετίζονται με τον τομέα της έρευνας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας.

 

Στο Περιφερειακό Συμβούλιο θα συμμετέχουν 3 καθηγητές ή ερευνητές αλλά και εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης και του επιχειρηματικού κόσμου με γνώση του αντικειμένου.

 

Το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας αποτελεί ένα νέο θεσμικό όργανο με συμβουλευτικό χαρακτήρα και αρμοδιότητες που σχετίζονται με τη διαμόρφωση, υλοποίηση και επικαιροποίηση της Εθνικής Στρατηγικής.

 

·Στα άρθρα 11 και 12 προβλέπεται η στελέχωσή του από καθηγητές και επιστήμονες εγνωσμένου κύρους, ενώ προβλέπεται, επίσης, και η συγκρότηση τομεακών επιστημονικών συμβουλίων σε επιμέρους και εξειδικευμένους τομείς που σχετίζονται με την έρευνα.

 

·Στο επόμενο άρθρο, εκφράζεται η βούληση να αποκτήσουν ευελιξία και αυτόνομο ρόλο, τα ερευνητικά κέντρα και τα ινστιτούτα. 

 

 

Τα ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, απαλλάσσονται από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του δημοσίου. 

 

Αποκτούν οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια μέσα από την επέκταση των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων, την παροχή υπηρεσιών και τη συνεργασία τους με άλλους φορείς αλλά και την επιχειρηματικότητα στον ιδιωτικό τομέα.

 

Να μου επιτρέψετε στο σημείο αυτό να πω ότι δεν αντιλαμβάνομαι τις αντιδράσεις που υπάρχουν στο συγκεκριμένο άρθρο και οι οποίες πηγάζουν από μια ξεπερασμένη και κρατικίστικη αντίληψη.

 

Η έρευνα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι μια εξωστρεφής διαδικασία, όπως και η γνώση.

 

Πρέπει να ξεφύγουμε από τις λογικές της έρευνας για την έρευνα.

 

Από τις λογικές καθήλωσης των ερευνητικών κέντρων και των ινστιτούτων σε μια κακώς εννοούμενη, δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία.

 

Δημιουργείται ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας, ένα νέο διοικητικό μοντέλο στα ερευνητικά κέντρα.

 

Ευέλικτο και αποτελεσματικό στο σχεδιασμό του.

 

Στο Διοικητικό συμβούλιο δεν θα υπάρχει μόνο ο Διευθυντής, ως πρόεδρος. 

 

Θα μετέχουν οι διευθυντές των ινστιτούτων, ένας εκπρόσωπος της ΓΓΕΚ, εκπρόσωπος των ερευνητών αλλά και εκπρόσωπος του επιστημονικού, διοικητικού και τεχνικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων.

 

·Με το άρθρο 17 δίνεται, επίσης, η δυνατότητα συγκρότησης Επιστημονικών Συμβουλίων σε κάθε ερευνητικό κέντρο.

 

Η ευελιξία στη λειτουργία των ερευνητικών κέντρων αλλά και η ενίσχυση και αναγνώριση του έργου του ερευνητή αποτυπώνεται στο άρθρο 18, που αφορά στο προσωπικό των ερευνητικών κέντρων.

 

Μέσα από την αξιοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων αλλά και τις συνέργειες με τον ιδιωτικό τομέα μπορούν να υπάρχουν αξιόλογες αμοιβές για το προσωπικό.

 

Διευκολύνεται η κινητικότητα στον ερευνητικό χώρο, αναβαθμίζεται ο ρόλος των επιστημόνων που δραστηριοποιούνται στην έρευνα.

 

Δίνεται η δυνατότητα στους καθηγητές των ΑΕΙ να ασκούν ερευνητικό έργο.

 

Τα ερευνητικά κέντρα μπορούν να προσλαμβάνουν με συμβάσεις έργου ειδικό επιστημονικό προσωπικό αλλά και να χορηγούν υποτροφίες, με πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, σε μεταπτυχιακούς φοιτητές, που συμμετέχουν στην εκτέλεση ερευνητικού έργου.

 

Η εξωστρέφεια και η νέα οπτική επιβάλλουν ευελιξία και στα ζητήματα χρηματοδότησης, αλλά και οικονομικής διαχείρισης στα ερευνητικά κέντρα.

 

Για πρώτη φορά αποσαφηνίζεται ότι οι πόροι των δημόσιων ερευνητικών ινστιτούτων μπορεί να προέρχονται από τη δημόσια χρηματοδότηση και τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και από συνέργειες με τον ιδιωτικό τομέα, από την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας τους και χρηματοδοτικών εργαλείων, από ερευνητικά προγράμματα αλλά και άλλους πόρους.

 

Δημιουργείται, δηλαδή, το πλαίσιο και οι προϋποθέσεις για τη διασφάλιση της οικονομικής τους αυτοδυναμίας.

 

·Με τα άρθρα 22, 23 και 24 ρυθμίζονται τα ζητήματα που αφορούν στο νέο πλαίσιο για τη δημόσια χρηματοδότηση των ερευνητικών κέντρων.