Είναι δεδομένο ότι η Τουρκία αμφισβητεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα που απορρέουν από το Δίκαιο της Θάλασσας. Την ίδια αμφισβήτηση επέδειξε και για τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ, χωρίς να κάνει πράξη καμία από τις απειλές της.
Γιατί συνέβη αυτό;
Πολύ απλά γιατί η Κύπρος προώθησε στρατηγικές συμφωνίες και συνεργασίες για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στο οικόπεδο 12 της ΑΟΖ. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η Ρωσία και η Γαλλία.
Η ιστορία μας διδάσκει πολλά.
Όσοι έχουν μελετήσει σε βάθος την εξωτερική πολιτική που άσκησε ο Ε. Βενιζέλος, σε διαφορετικές πολιτικές και ιστορικές περιόδου, θα διαπιστώσουν ότι τρία ήταν τα στοιχεία που διαχρονικά την χαρακτήρισαν: εξωστρέφεια, προσαρμοστικότητα και αποτελεσματικότητα στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων.
Αντίθετα, όταν η εξωτερική μας πολιτική παγιδεύτηκε σε χίμαιρες και στις σειρήνες του λαϊκισμού και της συνωμοσιολογίας, τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια.
Η Ελλάδα βρίσκεται πράγματι στη δίνη μιας πολύ μεγάλης κρίσης. Τα δημοσιονομικά προβλήματα, όμως, δεν αναστέλλουν τα εθνικά μας δικαιώματα και δεν ακυρώνουν τη διεθνή μας θέση.
Είμαστε μέλος της Ε.Ε, έχουμε υπογράψει τη σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, έχουμε σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Επιδιώκουμε καλές σχέσεις με την Τουρκία.
Αυτές είναι οι σταθερές, πάνω στις οποίες θα πρέπει να δομηθεί η εξωτερική μας πολιτική για την ανακήρυξη της ΑΟΖ.
Ο Πρωθυπουργός μίλησε ορθά για ευρωπαϊκά κοιτάσματα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι εκχωρείται ο ενεργειακός μας πλούτος, που ακόμα δεν γνωρίζουμε την έκτασή του, σε άλλες χώρες. Η Κύπρος, που προχώρησε σε διεθνείς συνεργασίες για την έρευνα και εξόρυξη των κοιτασμάτων, εκχώρησε ή υποθήκευσε τα δικαιώματά της;
Όχι βέβαια. Στις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί προβλέπονται με ρητό και σαφή τρόπο τα έσοδα που θα καταλήξουν στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Το ίδιο θα συμβεί και με την Ελλάδα.
Η τοποθέτηση του Πρωθυπουργού έχει ευρύτερη σημασία.
Βάζει στο τραπέζι την ιδέα της ευρωπαϊκής ΑΟΖ, ανοίγει τη συζήτηση για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής.
Η πολιτική αυτή, μπορεί να βρει σημεία συνάντησης και συνεργασίας με ισχυρές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, αλλά και με περιφερειακές δυνάμεις όπως το Ισραήλ. Μπορεί, επίσης, να αξιοποιήσει την τεχνογνωσία χωρών, όπως η Ρωσία και η Νορβηγία.
Όλοι αντιλαμβάνονται ότι η ευρωπαϊκή ΑΟΖ έχει διαφορετική δυναμική και εμβέλεια. Είναι θετικό ότι αυτό το αντιλαμβάνονται και ψύχραιμες και συνετές φωνές από το χώρο του Σύριζα, όπως ο κ. Γ. Σταθάκης.
Η ευρωπαϊκή ομπρέλα προσδίδει ασφάλεια και κύρος σε διεθνές επίπεδο, διασφαλίζει στο μέγιστο βαθμό τα συμφέροντα της Ελλάδας.
Μιας Ελλάδας που δεν κρύβεται πίσω από την Ευρώπη, όπως κάποιοι θα εικάσουν, αλλά μιας Ελλάδας που αναλαμβάνει ή ίδια πρωτοβουλία για να οικοδομηθεί μία ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική και μετατρέπει το ζήτημα της ΑΟΖ, από ελληνικό σε ευρωπαϊκό ζήτημα.
Η προσπάθεια αυτή απαιτεί συνέπεια, ρεαλισμό και εξωστρέφεια από την πλευρά μας, χωρίς φοβικά σύνδρομα.
Είναι μία πορεία που θα ολοκληρωθεί βήμα βήμα.
Το πρώτο βήμα έγινε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Φ. Ολάντ στην Αθήνα. Το επόμενο και, άκρως σημαντικό, βήμα μπορεί να γίνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την υπερψήφιση της έκθεσης για τον οδικό ενεργειακό χάρτη της Ε.Ε.
Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, τίθεται για πρώτη φορά το θέμα της ΑΟΖ ως μέρος μιας συνολικής ευρωπαϊκής πολιτικής για τα ζητήματα της ενέργειας. Θα αποτελέσει τη βάση μιας κοινής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής.
Σε όλο αυτό το πολύπλοκο, φαινομενικά, πλέγμα έχουμε πολλά όπλα στα χέρια μας, με πιο βασικό την διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης, ζητούμενο για πολλές χώρες εταίρους μας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο «Παρασκήνιο».